- στήσομαι
- ἵστημιmake to standaor subj mid 1st sg (epic)ἵστημιmake to standfut ind mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήσομ' — στήσομαι , ἵστημι make to stand aor subj mid 1st sg (epic) στήσομαι , ἵστημι make to stand fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίπταμαι — (ΑΜ ἵπταμαι) (μτγν. τ. αντί πέτομαι) ανυψώνομαι στον αέρα, διασχίζω τον αέρα, πετώ νεοελλ. 1. (η μτχ. ενεστ.) ιπτάμενος, η, ο μέλος τού προσωπικού τής πολεμικής ή πολιτικής αεροπορίας το οποίο χρησιμοποιείται κατά την πτήση τών αεροπλάνων, όπως… … Dictionary of Greek
στασάνη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐγγύησις, ἐνέχυρον, ὑποθήκη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. είναι ορθά παραδεδομένος, εντάσσεται στην οικογένεια τού ἵστημι* / στήσομαι] … Dictionary of Greek
φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… … Dictionary of Greek